- χαράγγελος
- ὁ, Α(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτός που αναγγέλλει χαρμόσυνες ειδήσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρά + ἄγγελος «αγγελιαφόρος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαράγγελος — messenger of joy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)